- κακοσυνεύω
- και κακοσυνεύγω (Μ κακοσυνεύω) [κακοσύνη]1. (κυρίως για τον καιρό) γίνομαι άσχημος, κακός, αγριεύω2. γίνομαι κακός, κακιώνω («με τους κακούς κι εγώ κακοσυνεύγω», Ερωτόκρ.)3. δυσαρεστούμαι («πολλά κακοσυνεύτηκεν εκείνην την ημέρα», Ερωτόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.